- λευκοβλάστη
- η ιατρ. άωρο λευκό αιμοσφαίριο που θεωρείται μεταβατικό στάδιο μεταξύ μυελοβλάστης και προμυελοκυττάρου στη λευκοποιητική σειρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leukoblast < leuk(o)- (< λευκ[ο]-*) + -blast (< νεολατ. -blastus < βλαστός)].
Dictionary of Greek. 2013.